Ονομάζουμε έτσι την καλοήθη αύξηση του μεγέθους του προστατικού αδένα. Η διεργασία της αύξησης του μεγέθους του προστάτη ξεκινά από την ηλικία ακόμη των 35 ετών και εξελίσσεται με άλλοτε άλλο ρυθμό. Στην ηλικία των 50 ετών το 50% των ανδρών εμφανίζει υπερπλασία του προστάτη ενώ στην ηλικία των 70 ετών το ποσοστό ανέρχεται στο 70-75%. Από τους άνδρες αυτούς οι μισοί έχουν κλινικά σημαντική νόσο και πρέπει να υποβληθούν σε θεραπεία.
Η υπερπλασία αφορά στρωματικά και επιθηλιακά κύτταρα της μεταβατικής κυρίως, ζώνης του αδένα δηλαδή του τμήματος του προστάτη που βρίσκεται γύρω από την ουρήθρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την συμπίεση της ουρήθρας και την μερική απόφραξη της. Κατά συνέπεια αυξάνεται η ¨αντίσταση¨ στην έξοδο των ούρων και η ουροδόχος κύστη προκειμένου να ωθήσει τα ούρα προς τα έξω συσπάται με μεγαλύτερη πίεση. Αυτό οδηγεί αρχικά σε υπερτροφία των μυϊκών ινών της κύστης (κύστη προσπάθειας) ενώ σε πιο προχωρημένα στάδια οδηγεί σε αστάθεια της κύστης και μετά σε πλήρη ατονία της κύστης. Στο στάδιο αυτό η ουροδόχος κύστη αδυνατεί πλέον να ωθήσει τα ούρα προς τα έξω ακόμα και αν εκλείψει το εμπόδιο του προστάτη. Η στάση των ούρων εντός της κύστης οδηγεί σταδιακά σε καταστροφή των νεφρών και νεφρική ανεπάρκεια. Αναπτύσσονται μικρόβια εντός του ουροποιητικού συστήματος με αποτέλεσμα συχνές και επίμονες ουρολοιμώξεις. Συμβαίνει επίσης ανάπτυξη λίθων εντός της ουροποιητικής οδού με σύνοδο πόνο κατά την ούρηση και αιματουρία.
- Συμπτωματολογία: ονομάζονται και συμπτώματα κατωτέρου ουροποιητικού LUTS. Χωρίζονται σε συμπτώματα αποθήκευσης των ούρων (ερεθιστικά) και σε συμπτώματα εξόδου των ούρων (αποφρακτικά).
Ερεθιστικά συμπτώματα
Επιτακτικότητα: όταν η ανάγκη για ούρηση είναι έντονη και δεν μπορεί να αναβληθεί. Ο ασθενής δεν μπορεί να κρατηθεί εύκολα και πρέπει να πάει επειγόντως στην τουαλέτα.
Συχνουρία και καυσουρία: ο ασθενής ουρεί πολύ συχνά μικρές ποσότητες ενώ η ούρηση συνοδεύεται από αίσθημα καύσου η και πόνο.
Νυκτουρία: η έντονη αίσθηση για ούρηση που ξυπνάει τον ασθενή τη νύκτα. Αποτελεί το κλασσικότερο σύμπτωμα και επηρεάζει τον ύπνο, την διάθεση και την ποιότητα ζωής του ασθενούς.
Αποφρακτικά συμπτώματα
Δυσκολία στην έναρξη και κατά την διάρκεια της ούρησης: ο ασθενής πιέζεται για να ουρήσει ενώ η ροη των ούρων είναι πιο αργή και λιγότερο έντονη.
Αίσθημα ατελούς κένωσης: μετά το τέλος της ούρησης ο ασθενής αισθάνεται ότι η κύστη του δεν άδειασε πλήρως και ξαναπάει για ούρηση σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Διακοπτόμενη ούρηση: η ούρηση διακόπτεται και ξαναρχίζει απότομα.
Επίσχεση ούρων: η ούρηση καθίσταται αδύνατη και χρειάζεται να τοποθετηθεί ουροκαθετήρας προκειμένου να αδειάσει η κύστη.
- Διάγνωση: γίνεται καταρχήν με τη λήψη ακριβούς ιστορικού και συμπλήρωση ειδικού ερωτηματολογίου ώστε να αξιολογηθούν τα συμπτώματα και να καταταγούν σε ήπια, μέτρια και βαριά.
Κλινική εξέταση: εκτιμάται το μέγεθος και η υφή του προστάτη καθώς και το αν είναι επώδυνος κατά την ψηλάφηση.
Εργαστηριακές εξετάσεις: γενική και καλλιέργεια ούρων, PSA, ουρία και κρεατινίνη είναι απαραίτητες για την πλήρη αξιολόγηση της κατάστασης.
Απεικονιστικές εξετάσεις: υπερηχογράφημα νεφρών-κύστεως-προστάτη αποτελεί την βασικότερη εξέταση με την οποία αξιολογούμε την κατάσταση των νεφρών, της κύστης, το μέγεθος του προστάτη και το υπόλειμμα μετά την ούρηση. Η ουρομετρία συμπληρώνει τα ευρήματα του υπερήχου ενώ ο ουροδυναμικός έλεγχος σε επιλεγμένες περιπτώσεις διαγιγνώσκει την ύπαρξη νευρογενούς ουροδόχου κύστης.
Κυστεοσκόπηση: υπό άμεση όραση εκτιμούμε το μέγεθος και τη γενική κατάσταση του προστάτη. Ελέγχουμε επίσης το εσωτερικό της ουροδόχου κύστης και διαγιγνώσκουμε την πιθανή υπερτροφία αυτής καθώς και σύνοδες παθήσεις όπως εκκολπώματα, λιθίαση και θηλώματα. Τέλος με την κυστεοσκόπηση αναγνωρίζουμε και διορθώνουμε πιθανά στενώματα της ουρήθρας τα οποία αποτελούν επίσης αίτια έντονων δυσουρικών προβλημάτων. Η κυστεοσκόπηση πραγματοποιείται χωρίς αναισθησία, εύκολα, γρήγορα και ανώδυνα και αποτελεί πολύτιμη εξέταση με σημαντικότατο ρόλο στην διάγνωση σοβαρών ουρολογικών παθήσεων!
- Θεραπευτική προσέγγιση: όταν τα συμπτώματα είναι ήπια αρκεί η συστηματική παρακολούθηση με τις ανάλογες εξετάσεις ανά έτος η ανά εξάμηνο. Όταν όμως τα συμπτώματα είναι μέτρια η βαρύτερα και ιδιαίτερα όταν επηρεάζουν την ποιότητα της ούρησης και άρα της καθημερινότητας του ασθενούς τότε πρέπει να εξεταστούν οι θεραπευτικές επιλογές.
Φαρμακευτική αγωγή: υπάρχουν βασικά δυο κατηγορίες φαρμάκων.
α-αναστολείς: δρουν χαλαρώνοντας τις μυϊκές ίνες του προστάτη και του αυχένα της ουροδόχου κύστης διευκολύνοντας έτσι την έξοδο των ούρων. Το μέγιστο της δράσης τους επέρχεται εντός μήνα από την έναρξη της θεραπείας. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες τους είναι η προστατική υπόταση, το αίσθημα κόπωσης, η ζάλη και η κεφαλαλγία καθώς και η παλίνδρομη εκσπερμάτιση.
αναστολείς 5-a ρεδουκτάσης: δρουν αναστέλλοντας το ενζυμο που επάγει την παραγωγή DHT της ορμόνης που είναι υπεύθυνη για τη διόγκωση του προστάτη. Τα αποτελέσματα της δράσης αυτών των φαρμάκων αργούν να γίνουν αντιληπτά, χρειάζονται τουλάχιστον έξι μήνες θεραπείας. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, διαταραχές στύσης και εκσπερμάτισης.
Σε επιλεγμένες περιπτώσεις μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους φάρμακα και των δυο κατηγοριών καθώς και με άλλα φάρμακα όπως αντιμουσκαρινικά, αντιφλεγμονώδη και αντιβιοτικά προκειμένου να επιτευχθεί το βέλτιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Ενδοσκοπικές και ελάχιστα επεμβατικές θεραπείες
Οι πλέον εξελιγμένες μέθοδοι ελάχιστα επεμβατικής θεραπείας της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη μας δίνουν τη δυνατότητα να απαλλάξουμε τον ασθενή μας από τα έντονα συμπτώματα της νόσου αλλά και από τον κίνδυνο μιας πιθανής βαριάς εξέλιξης όπως είναι η νεφρική ανεπάρκεια.
Με την εφαρμογή της πλέον εξελιγμένης τεχνολογίας είμαστε σε θέση να αφαιρούμε τον προστατικό αδένα με μεγάλη ακρίβεια και ασφάλεια και με την ελαχίστη περιεγχειρητική επιβάρυνση. Χωρίς τομές, χρησιμοποιώντας το άνοιγμα της ουρήθρας, αναίμακτα και ανώδυνα, με νοσηλεία που δεν ξεπερνά τις 24-48 ώρες , ο ασθενής επανέρχεται άμεσα στις καθημερινές του δραστηριότητες!
Αποτελούν τις πλέον τεχνολογικά εξελιγμένες μεθόδους διουρηθρικής αφαίρεσης του προστάτη τις οποίες εφαρμόζουμε επιλέγοντας κατά περίπτωση.
Με την πλατιά εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από την πραγματοποίηση μεγάλου αριθμού επεμβάσεων με τις παραπάνω μεθόδους και αξιολογώντας τα μετεγχειρητικά αποτελέσματα σε εκατοντάδες ασθενείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι από τον συνδυασμό ασφάλειας και αποτελεσματικότητας που παρέχουν στον Χειρουργό. Ταυτοχρόνως ο βαθμός ικανοποίησης των ίδιων των ασθενών που υποβλήθηκαν σε τέτοιες επεμβάσεις είναι πολύ υψηλός.
Πότε προχωράμε σε επέμβαση
Απόλυτες ενδείξεις αποτελούν η πλήρης και η μερική επίσχεση ούρων, η αιματουρία από τον προστάτη, οι υποτροπιάζουσες προστατίτιδες, η λιθίαση και η εκκολπωμάτωση της ουροδόχου κύστης καθώς και το μεγάλο υπόλειμμα ούρησης που μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια.
Η φαρμακευτική αγωγή σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι ικανή να βελτιώσει θεαματικά και μόνιμα τα συμπτώματα της υπερπλασίας του προστάτη.
Όταν τα συμπτώματα αυτά είναι τόσο έντονα που επιβαρύνουν την ποιότητα της ούρησης και κατ επέκταση την καθημερινότητα του ασθενούς η μόνη ενδεδειγμένη λύση είναι η επεμβατική αντιμετώπιση.